- γενεαλόγιο
- τοζωοτ. γενεαλογικό βιβλίο, μητρώο τών φυλών τών ζώων που εκτρέφει ο άνθρωπος (άλογα, σκυλιά κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek